Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄνδειξαι
ὄνειαρ
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρατα
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
View word page
ὄνειος
ὄνειοςᾱ ονadjὄνοςof meat, milk, skinof an assAr. Plb. Plu.

ShortDef

of an ass
useful

Debugging

Headword:
ὄνειος
Headword (normalized):
ὄνειος
Headword (normalized/stripped):
ονειος
IDX:
28417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28418
Key:
ὄνειος

Data

{'headword_display': '<b>ὄνειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὄνειος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄνος</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of meat, milk, skin</Indic><Tr>of an ass</Tr><Au>Ar. Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὄνειος'}