Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄνᾱσις
ὅνδε
ὄνδειξαι
ὄνειαρ
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρατα
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
View word page
ὀνειδιστής
ὀνειδιστήςοῦm one who is criticalw.gen.of sthg.Arist.

ShortDef

one who reproaches with

Debugging

Headword:
ὀνειδιστής
Headword (normalized):
ὀνειδιστής
Headword (normalized/stripped):
ονειδιστης
IDX:
28415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28416
Key:
ὀνειδιστής

Data

{'headword_display': '<b>ὀνειδιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀνειδιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>one who is critical<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of sthg.</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀνειδιστής'}