Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνᾱσεῖ
ὄνᾱσις
ὅνδε
ὄνδειξαι
ὄνειαρ
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρατα
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειροπολέω
View word page
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστήρῆροςmasc.adj of wordsof reproachE.

ShortDef

full of reproach

Debugging

Headword:
ὀνειδιστήρ
Headword (normalized):
ὀνειδιστήρ
Headword (normalized/stripped):
ονειδιστηρ
IDX:
28414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28415
Key:
ὀνειδιστήρ

Data

{'headword_display': '<b>ὀνειδιστήρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀνειδιστήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>masc.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of words</Indic><Tr>of reproach</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀνειδιστήρ'}