Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνάριον
ὀνάρταις
ὀνᾱσεῖ
ὄνᾱσις
ὅνδε
ὄνδειξαι
ὄνειαρ
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρατα
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
View word page
ὀνείδισμα
ὀνείδισμαατοςn reproach, criticismHdt.

ShortDef

insult, reproach, blame

Debugging

Headword:
ὀνείδισμα
Headword (normalized):
ὀνείδισμα
Headword (normalized/stripped):
ονειδισμα
IDX:
28412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28413
Key:
ὀνείδισμα

Data

{'headword_display': '<b>ὀνείδισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀνείδισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>reproach, criticism</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀνείδισμα'}