Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ὀμφακίᾱς
ὀμφαλητομίᾱ
ὀμφαλητόμος
ὀμφαλόεις
ὀμφαλός
ὀμφαλωτός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμωθῆναι
ὁμῶλαξ
ὀμώμοκα
ὁμωνυμίᾱ
ὁμώνυμος
ὁμωρόφιος
ὁμῶς
ὅμως
ὁμωχέται
ὄν
ὄν
ὀναίμην
ὄναρ
View word page
ὀμώμοκα
ὀμώμοκα
pf.
ὀμωμόκεν
plpf.
ὀμώμοται
3sg.pf.pass.
see
ὄμνῡμι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀμώμοκα
Headword (normalized):
ὀμώμοκα
Headword (normalized/stripped):
ομωμοκα
IDX:
28391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28392
Key:
ὀμώμοκα
Data
{'headword_display': '<b>ὀμώμοκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὀμώμοκα<LblR>pf.</LblR></RefFm><RefFm>ὀμωμόκεν<LblR>plpf.</LblR></RefFm><RefFm>ὀμώμοται<LblR>3sg.pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὄμνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀμώμοκα'}