Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμοφωνίᾱ
ὁμόφωνος
ὁμόχροια
ὁμόχρως
ὁμόψηφος
ὀμπετάννῡμι
ὄμπη
ὄμπνιος
ὀμφᾱ́
ὀμφακίᾱς
ὀμφαλητομίᾱ
ὀμφαλητόμος
ὀμφαλόεις
ὀμφαλός
ὀμφαλωτός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμωθῆναι
ὁμῶλαξ
ὀμώμοκα
ὁμωνυμίᾱ
View word page
ὀμφαλητομίᾱ
ὀμφαλητομίᾱᾱςfὀμφαλητόμος cutting of the umbilical cordPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμφαλητομίᾱ
Headword (normalized):
ὀμφαλητομίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ομφαλητομια
IDX:
28382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28383
Key:
ὀμφαλητομίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ὀμφαλητομίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀμφαλητομίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ὀμφαλητόμος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cutting of the umbilical cord</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀμφαλητομίᾱ'}