Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμόσπλαγχνος
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὄμοσσα
ὁμοστιχάω
ὁμόστολος
ὁμοσύζυγος
ὀμόσω
ὁμόταφος
ὁμοτέρμων
ὁμότεχνος
ὁμότῑμος
ὁμότοιχος
ὁμότονον
ὁμοτράπεζος
ὁμότροπος
ὁμότροφος
ὁμοῦ
ὀμοῦμαι
ὁμουρέω
ὁμούριος
View word page
ὁμό-τεχνος
ὁμότεχνοςουm.fτέχνη fellow craftsman practitionerHdt. Pl. D. NT.w.dat.w. someonePl.

ShortDef

practising the same craft with

Debugging

Headword:
ὁμότεχνος
Headword (normalized):
ὁμότεχνος
Headword (normalized/stripped):
ομοτεχνος
IDX:
28353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28354
Key:
ὁμότεχνος

Data

{'headword_display': '<b>ὁμό-τεχνος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁμό<hyph/>τεχνος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m.f</PS><Ety><Ref>τέχνη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>fellow craftsman<or/> practitioner</Tr><Au>Hdt. Pl. D. NT.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Indic><Au>Pl.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ὁμότεχνος'}