Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμός
ὄμοσα
ὁμόσε
ὁμοσίπυοι
ὁμοσῑτέω
ὁμόσῑτοι
ὁμόσκευος
ὁμόσπλαγχνος
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὄμοσσα
ὁμοστιχάω
ὁμόστολος
ὁμοσύζυγος
ὀμόσω
ὁμόταφος
ὁμοτέρμων
ὁμότεχνος
ὁμότῑμος
View word page
ὁμό-σπονδος
ὁμόσπονδοςονadjσπονδή sharing in libationsHdt. Att.orats.

ShortDef

sharing in the drink-offering, sharing the same cup

Debugging

Headword:
ὁμόσπονδος
Headword (normalized):
ὁμόσπονδος
Headword (normalized/stripped):
ομοσπονδος
IDX:
28344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28345
Key:
ὁμόσπονδος

Data

{'headword_display': '<b>ὁμό-σπονδος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὁμό<hyph/>σπονδος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπονδή</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>sharing in libations</Tr><Au>Hdt. Att.orats.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὁμόσπονδος'}