Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμόπτερος
ὁμόπτολις
ὀμοργάζω
ὀμόργνυμαι
ὁμορέω
ὅμορος
ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμός
ὄμοσα
ὁμόσε
ὁμοσίπυοι
ὁμοσῑτέω
ὁμόσῑτοι
ὁμόσκευος
ὁμόσπλαγχνος
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὄμοσσα
ὁμοστιχάω
ὁμόστολος
View word page
ὁμόσε
ὁμόσεadvsee underὁμός

ShortDef

to one and the same place

Debugging

Headword:
ὁμόσε
Headword (normalized):
ὁμόσε
Headword (normalized/stripped):
ομοσε
IDX:
28338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28339
Key:
ὁμόσε

Data

{'headword_display': '<b>ὁμόσε</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὁμόσε</HL><PS>adv</PS></HG><XR>see under<Ref>ὁμός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὁμόσε'}