Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμόομαι
ὁμοπαθέω
ὁμοπαθής
ὁμοπάτριος
ὁμοπάτωρ
ὁμοπλοέω
ὁμοπολέω
ὁμόπτερος
ὁμόπτολις
ὀμοργάζω
ὀμόργνυμαι
ὁμορέω
ὅμορος
ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμός
ὄμοσα
ὁμόσε
ὁμοσίπυοι
ὁμοσῑτέω
ὁμόσῑτοι
View word page
ὀμόργνυμαι
ὀμόργνυμαιmid.vb3pl.impf.
ὠμόργνυντο
aor.ptcpl.
ὀμορξάμενος
wipe awayone's tearsHom. AR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμόργνυμαι
Headword (normalized):
ὀμόργνυμαι
Headword (normalized/stripped):
ομοργνυμαι
IDX:
28331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28332
Key:
ὀμόργνυμαι

Data

{'headword_display': '<b>ὀμόργνυμαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ὀμόργνυμαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>3pl.impf.</Lbl><Form>ὠμόργνυντο</Form></Tns><Tns><Lbl>aor.ptcpl.</Lbl><Form>ὀμορξάμενος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>wipe away</Tr><Obj>one's tears<Au>Hom. AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ὀμόργνυμαι'}