Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμόνομος
ὁμονόως
ὁμόομαι
ὁμοπαθέω
ὁμοπαθής
ὁμοπάτριος
ὁμοπάτωρ
ὁμοπλοέω
ὁμοπολέω
ὁμόπτερος
ὁμόπτολις
ὀμοργάζω
ὀμόργνυμαι
ὁμορέω
ὅμορος
ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμός
ὄμοσα
ὁμόσε
ὁμοσίπυοι
View word page
ὁμό-πτολις
ὁμόπτολιςεωςep.masc.fem.adjπόλις of a peoplesharing the same cityS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμόπτολις
Headword (normalized):
ὁμόπτολις
Headword (normalized/stripped):
ομοπτολις
IDX:
28329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28330
Key:
ὁμόπτολις

Data

{'headword_display': '<b>ὁμό-πτολις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁμό<hyph/>πτολις</HL><Infl>εως</Infl><PS>ep.masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>πόλις</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of a people</Indic><Tr>sharing the same city</Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁμόπτολις'}