Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμονοέω
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνομος
ὁμονόως
ὁμόομαι
ὁμοπαθέω
ὁμοπαθής
ὁμοπάτριος
ὁμοπάτωρ
ὁμοπλοέω
ὁμοπολέω
ὁμόπτερος
ὁμόπτολις
ὀμοργάζω
ὀμόργνυμαι
ὁμορέω
ὅμορος
ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμός
View word page
ὁμοπλοέω
ὁμοπλοέωcontr.vbπλόος of shipssail in companyPlb.

ShortDef

to sail together

Debugging

Headword:
ὁμοπλοέω
Headword (normalized):
ὁμοπλοέω
Headword (normalized/stripped):
ομοπλοεω
IDX:
28326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28327
Key:
ὁμοπλοέω

Data

{'headword_display': '<b>ὁμοπλοέω</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁμοπλοέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πλόος</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of ships</Indic><Tr>sail in company</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁμοπλοέω'}