Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμολογουμένως
Ὁμολωίδες
ὁμομαστῑγίᾱς
ὁμομήτριος
ὁμομήτωρ
ὁμονοέω
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνομος
ὁμονόως
ὁμόομαι
ὁμοπαθέω
ὁμοπαθής
ὁμοπάτριος
ὁμοπάτωρ
ὁμοπλοέω
ὁμοπολέω
ὁμόπτερος
ὁμόπτολις
ὀμοργάζω
ὀμόργνυμαι
View word page
ὁμόομαι
ὁμόομαιpass.contr.vbaor.inf.
ὁμωθῆναι
of husband and wifebe unitedw.dat.in lovemakingIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμόομαι
Headword (normalized):
ὁμόομαι
Headword (normalized/stripped):
ομοομαι
IDX:
28321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28322
Key:
ὁμόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὁμόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὁμόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.inf.</Lbl><Form>ὁμωθῆναι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of husband and wife</Indic><Tr>be united</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>in lovemaking<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὁμόομαι'}