Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμολογίᾱ
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
Ὁμολωίδες
ὁμομαστῑγίᾱς
ὁμομήτριος
ὁμομήτωρ
ὁμονοέω
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνομος
ὁμονόως
ὁμόομαι
ὁμοπαθέω
ὁμοπαθής
ὁμοπάτριος
ὁμοπάτωρ
ὁμοπλοέω
ὁμοπολέω
ὁμόπτερος
ὁμόπτολις
View word page
ὁμό-νομος
ὁμόνομοςονadjνόμος sharing the same lawsPl.

ShortDef

under the same laws

Debugging

Headword:
ὁμόνομος
Headword (normalized):
ὁμόνομος
Headword (normalized/stripped):
ομονομος
IDX:
28319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28320
Key:
ὁμόνομος

Data

{'headword_display': '<b>ὁμό-νομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὁμό<hyph/>νομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νόμος</Ref></Ety></HG> <aS1> <Tr>sharing the same laws</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὁμόνομος'}