Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολογίᾱ
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
Ὁμολωίδες
ὁμομαστῑγίᾱς
ὁμομήτριος
ὁμομήτωρ
ὁμονοέω
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνομος
ὁμονόως
ὁμόομαι
ὁμοπαθέω
ὁμοπαθής
ὁμοπάτριος
ὁμοπάτωρ
ὁμοπλοέω
ὁμοπολέω
View word page
ὁμονοητικός
ὁμονοητικόςή όνadj of a circumstanceof agreementunityArist.of a way of life, the soulin a state of harmonyPl. ὁμονοητικῶςadv in unity, harmoniouslyPl.

ShortDef

conducing to agreement, in harmony

Debugging

Headword:
ὁμονοητικός
Headword (normalized):
ὁμονοητικός
Headword (normalized/stripped):
ομονοητικος
IDX:
28317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28318
Key:
ὁμονοητικός

Data

{'headword_display': '<b>ὁμονοητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὁμονοητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a circumstance</Indic><Tr>of agreement<or/>unity</Tr><Au>Arist.</Au><aS2><Indic>of a way of life, the soul</Indic><Tr>in a state of harmony</Tr><Au>Pl.</Au></aS2></aS1> <Adv><vHG><HL>ὁμονοητικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>in unity, harmoniously</Tr><Au>Pl.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'ὁμονοητικός'}