Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμόκοιτις
ὁμόλεκτρος
ὁμολεχής
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολογίᾱ
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
Ὁμολωίδες
ὁμομαστῑγίᾱς
ὁμομήτριος
ὁμομήτωρ
ὁμονοέω
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνομος
ὁμονόως
ὁμόομαι
ὁμοπαθέω
ὁμοπαθής
ὁμοπάτριος
View word page
ὁμο-μήτριος
ὁμομήτριος
dial.ὁμομᾱ́τριος
ᾱ ονadjμήτηρ
of a brother or sisterwith the same motherby the same or a different fatherHdt. Ar. Att.orats.

ShortDef

born of the same mother

Debugging

Headword:
ὁμομήτριος
Headword (normalized):
ὁμομήτριος
Headword (normalized/stripped):
ομομητριος
IDX:
28314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28315
Key:
ὁμομήτριος

Data

{'headword_display': '<b>ὁμο-μήτριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὁμο<hyph/>μήτριος</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>ὁμομᾱ́τριος</FmHL></DL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μήτηρ</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a brother or sister</Indic><Tr>with the same mother<Expl>by the same or a different father</Expl></Tr><Au>Hdt. Ar. Att.orats.<NBPlus/></Au> </aS1></AE>', 'key': 'ὁμομήτριος'}