Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀμοκλητήρ
ὁμόκλῑνος
ὁμόκοιτις
ὁμόλεκτρος
ὁμολεχής
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολογίᾱ
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
Ὁμολωίδες
ὁμομαστῑγίᾱς
ὁμομήτριος
ὁμομήτωρ
ὁμονοέω
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνομος
ὁμονόως
ὁμόομαι
ὁμοπαθέω
View word page
Ὁμολωίδες
Ὁμολωίδεςωνfem.pl.adj of a gate of ThebesHomoloidA. E.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ὁμολωίδες
Headword (normalized):
ὁμολωίδες
Headword (normalized/stripped):
ομολωιδες
IDX:
28312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28313
Key:
Ὁμολωίδες

Data

{'headword_display': '<b>Ὁμολωίδες</b>', 'content': '<AE><HG><HL>Ὁμολωίδες</HL><Infl>ων</Infl><PS>fem.pl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a gate of Thebes</Indic><Tr>Homoloid</Tr><Au>A. E.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'Ὁμολωίδες'}