Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμόκλᾱρος
ὀμοκλάω
ὀμοκλή
ὁμόκληρος
ὀμοκλητήρ
ὁμόκλῑνος
ὁμόκοιτις
ὁμόλεκτρος
ὁμολεχής
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολογίᾱ
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
Ὁμολωίδες
ὁμομαστῑγίᾱς
ὁμομήτριος
ὁμομήτωρ
ὁμονοέω
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
View word page
ὁμολόγημα
ὁμολόγημαατοςn admission, agreementPl. Hyp.

ShortDef

that which is agreed upon, taken for granted, a postulate

Debugging

Headword:
ὁμολόγημα
Headword (normalized):
ὁμολόγημα
Headword (normalized/stripped):
ομολογημα
IDX:
28308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28309
Key:
ὁμολόγημα

Data

{'headword_display': '<b>ὁμολόγημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁμολόγημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>admission, agreement</Tr><Au>Pl. Hyp.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁμολόγημα'}