Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμοιόω
ὁμοίωμα
ὁμοίως
ὁμοίωσις
ὁμόκαποι
ὁμοκέλευθος
ὁμόκλᾱρος
ὀμοκλάω
ὀμοκλή
ὁμόκληρος
ὀμοκλητήρ
ὁμόκλῑνος
ὁμόκοιτις
ὁμόλεκτρος
ὁμολεχής
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολογίᾱ
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
Ὁμολωίδες
View word page
ὀμοκλητήρ
ὀμοκλητήρῆροςmὀμοκλάω one shouting encouragementto men in battle, to horses in a raceIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμοκλητήρ
Headword (normalized):
ὀμοκλητήρ
Headword (normalized/stripped):
ομοκλητηρ
IDX:
28302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28303
Key:
ὀμοκλητήρ

Data

{'headword_display': '<b>ὀμοκλητήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀμοκλητήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ὀμοκλάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>one shouting encouragement<Expl>to men in battle, to horses in a race</Expl></Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀμοκλητήρ'}