Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπορρῑ́πτω
ἀπορροή
ἀπόρροια
ἀπορροιβδέω
ἀπόρρους
ἀπορρυπαίνομαι
ἀπορρύπτομαι
ἀπόρρυσις
ἀπόρρυτος
ἀπορρώξ
ἀπορφανίζομαι
ἀπόρφυρος
ἀπορχέομαι
ἀποσαλεύω
ἀποσαφέω
ἀποσβέννῡμι
ἀποσείομαι
ἀποσεμνῡ́νω
ἀποσεύομαι
ἀποσημαίνω
ἀποσήπω
View word page
ἀπ-ορφανίζομαι
ἀπορφανίζομαιpass.vb of young eaglesbe left orphanedA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπορφανίζομαι
Headword (normalized):
ἀπορφανίζομαι
Headword (normalized/stripped):
απορφανιζομαι
IDX:
282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-283
Key:
ἀπορφανίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπ-ορφανίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπ<hyph/>ορφανίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of young eagles</Indic><Tr>be left orphaned</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπορφανίζομαι'}