Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμοῖος
ὁμοιοσχημόνως
ὁμοιοτέλευτον
ὁμοιότης
ὁμοιότροπος
ὁμοιόω
ὁμοίωμα
ὁμοίως
ὁμοίωσις
ὁμόκαποι
ὁμοκέλευθος
ὁμόκλᾱρος
ὀμοκλάω
ὀμοκλή
ὁμόκληρος
ὀμοκλητήρ
ὁμόκλῑνος
ὁμόκοιτις
ὁμόλεκτρος
ὁμολεχής
ὁμολογέω
View word page
ὁμο-κέλευθος
ὁμοκέλευθοςουm companion on the roadPl.

ShortDef

going together

Debugging

Headword:
ὁμοκέλευθος
Headword (normalized):
ὁμοκέλευθος
Headword (normalized/stripped):
ομοκελευθος
IDX:
28297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28298
Key:
ὁμοκέλευθος

Data

{'headword_display': '<b>ὁμο-κέλευθος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁμο<hyph/>κέλευθος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>companion on the road</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁμοκέλευθος'}