Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμοεθνής
ὁμοειδής
ὁμόζυξ
ὁμοήθης
ὁμοθάλαμος
ὁμόθεν
ὁμόθηρος
ὁμόθρονος
ὁμοθῡμαδόν
ὁμοίιος
ὁμοιοειδής
ὁμοιομέρεια
ὁμοιομερής
ὁμοιοπαθέω
ὁμοιοπαθής
ὁμοιοπρεπής
ὁμοιόπτωτος
ὁμοῖος
ὁμοιοσχημόνως
ὁμοιοτέλευτον
ὁμοιότης
View word page
ὁμοιο-ειδής
ὁμοιοειδήςέςadjὁμοῖοςεἶδος1 of an artof a similar kindsimilarw.dat.to anotherIsoc.

ShortDef

of like form, species

Debugging

Headword:
ὁμοιοειδής
Headword (normalized):
ὁμοιοειδής
Headword (normalized/stripped):
ομοιοειδης
IDX:
28280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28281
Key:
ὁμοιοειδής

Data

{'headword_display': '<b>ὁμοιο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὁμοιο<hyph/>ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὁμοῖος</Ref><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an art</Indic><Def>of a similar kind</Def><Tr>similar<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to another</Expl></Tr><Au>Isoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὁμοιοειδής'}