Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμοδοξίᾱ
ὁμόδουλος
ὁμοεθνής
ὁμοειδής
ὁμόζυξ
ὁμοήθης
ὁμοθάλαμος
ὁμόθεν
ὁμόθηρος
ὁμόθρονος
ὁμοθῡμαδόν
ὁμοίιος
ὁμοιοειδής
ὁμοιομέρεια
ὁμοιομερής
ὁμοιοπαθέω
ὁμοιοπαθής
ὁμοιοπρεπής
ὁμοιόπτωτος
ὁμοῖος
ὁμοιοσχημόνως
View word page
ὁμοθῡμαδόν
ὁμοθῡμαδόνadvθῡμός with a common spirit or purposewith one accordAr. Pl. X. D.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμοθῡμαδόν
Headword (normalized):
ὁμοθῡμαδόν
Headword (normalized/stripped):
ομοθυμαδον
IDX:
28278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28279
Key:
ὁμοθῡμαδόν

Data

{'headword_display': '<b>ὁμοθῡμαδόν</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ὁμοθῡμαδόν</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>θῡμός</Ref></Ety></vHG> <advS1><Def>with a common spirit or purpose</Def><Tr>with one accord</Tr><Au>Ar. Pl. X. D.<NBPlus/></Au></advS1> </AdvE>', 'key': 'ὁμοθῡμαδόν'}