Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμόγονος
ὁμόδᾱμος
ὁμοδέμνιος
ὁμοδοξέω
ὁμοδοξίᾱ
ὁμόδουλος
ὁμοεθνής
ὁμοειδής
ὁμόζυξ
ὁμοήθης
ὁμοθάλαμος
ὁμόθεν
ὁμόθηρος
ὁμόθρονος
ὁμοθῡμαδόν
ὁμοίιος
ὁμοιοειδής
ὁμοιομέρεια
ὁμοιομερής
ὁμοιοπαθέω
ὁμοιοπαθής
View word page
ὁμο-θάλαμος
ὁμοθάλαμοςουf sharer of the abodew.gen. of the Nereids, ref. to a sea goddessPi.

ShortDef

living in the same chamber with

Debugging

Headword:
ὁμοθάλαμος
Headword (normalized):
ὁμοθάλαμος
Headword (normalized/stripped):
ομοθαλαμος
IDX:
28274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28275
Key:
ὁμοθάλαμος

Data

{'headword_display': '<b>ὁμο-θάλαμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὁμο<hyph/>θάλαμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS></HG> <aS1><Tr>sharer of the abode<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl> of the Nereids, ref. to a sea goddess</Expl></Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὁμοθάλαμος'}