Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόδᾱμος
ὁμοδέμνιος
ὁμοδοξέω
ὁμοδοξίᾱ
ὁμόδουλος
ὁμοεθνής
ὁμοειδής
ὁμόζυξ
ὁμοήθης
ὁμοθάλαμος
ὁμόθεν
ὁμόθηρος
ὁμόθρονος
ὁμοθῡμαδόν
ὁμοίιος
ὁμοιοειδής
ὁμοιομέρεια
View word page
ὁμο-ειδής
ὁμοειδήςέςadjεἶδος1 of thingsalike in formkindArist. Plb. Plu.

ShortDef

of the same species

Debugging

Headword:
ὁμοειδής
Headword (normalized):
ὁμοειδής
Headword (normalized/stripped):
ομοειδης
IDX:
28271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28272
Key:
ὁμοειδής

Data

{'headword_display': '<b>ὁμο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὁμο<hyph/>ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>alike in form<or/>kind</Tr><Au>Arist. Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὁμοειδής'}