Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμογενής
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόδᾱμος
ὁμοδέμνιος
ὁμοδοξέω
ὁμοδοξίᾱ
ὁμόδουλος
ὁμοεθνής
ὁμοειδής
ὁμόζυξ
ὁμοήθης
ὁμοθάλαμος
ὁμόθεν
ὁμόθηρος
ὁμόθρονος
ὁμοθῡμαδόν
ὁμοίιος
View word page
ὁμό-δουλος
ὁμόδουλοςουm.fδοῦλος fellow slaveE. Pl. Plu.w.gen. or dat.along w. othersPl. X.

ShortDef

a fellow-slave

Debugging

Headword:
ὁμόδουλος
Headword (normalized):
ὁμόδουλος
Headword (normalized/stripped):
ομοδουλος
IDX:
28269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28270
Key:
ὁμόδουλος

Data

{'headword_display': '<b>ὁμό-δουλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁμό<hyph/>δουλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m.f</PS><Ety><Ref>δοῦλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>fellow slave</Tr><Au>E. Pl. Plu.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl> or <GLbl>dat.</GLbl>along w. others</Indic><Au>Pl. X.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ὁμόδουλος'}