Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὀμμεμείχμενος
ὀμμένω
ὀμμιμνᾱσκόμενος
ὄμνῡμι
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόδᾱμος
ὁμοδέμνιος
ὁμοδοξέω
ὁμοδοξίᾱ
View word page
ὁμο-γενέτωρ
ὁμογενέτωροροςm one who is of the same fatherbrotherE.

ShortDef

an own brother

Debugging

Headword:
ὁμογενέτωρ
Headword (normalized):
ὁμογενέτωρ
Headword (normalized/stripped):
ομογενετωρ
IDX:
28258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28259
Key:
ὁμογενέτωρ

Data

{'headword_display': '<b>ὁμο-γενέτωρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁμο<hyph/>γενέτωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who is of the same father</Def><Tr>brother</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁμογενέτωρ'}