Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὅμῑλος
ὀμίχλη
ὀμιχλώδης
ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὀμμεμείχμενος
ὀμμένω
ὀμμιμνᾱσκόμενος
ὄμνῡμι
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
View word page
ὁμο-βώμιος
ὁμοβώμιοςονadjὁμός of godsof the common altarsi.e. worshipped by all GreeksTh.

ShortDef

having a common altar

Debugging

Headword:
ὁμοβώμιος
Headword (normalized):
ὁμοβώμιος
Headword (normalized/stripped):
ομοβωμιος
IDX:
28254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28255
Key:
ὁμοβώμιος

Data

{'headword_display': '<b>ὁμο-βώμιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὁμο<hyph/>βώμιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὁμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of gods</Indic><Tr>of the common altars<Expl>i.e. worshipped by all Greeks</Expl></Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὁμοβώμιος'}