Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ὁμῑλητής
ὁμῑλητικός
ὁμῑλητός
ὁμῑλίᾱ
ὅμῑλος
ὀμίχλη
ὀμιχλώδης
ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὀμμεμείχμενος
ὀμμένω
ὀμμιμνᾱσκόμενος
ὄμνῡμι
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμόγλωσσος
View word page
ὀμμεμείχμενος
ὀμμεμείχμενος
Aeol.pf.pass.ptcpl.
see
ἀναμείγνῡμι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀμμεμείχμενος
Headword (normalized):
ὀμμεμείχμενος
Headword (normalized/stripped):
ομμεμειχμενος
IDX:
28250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28251
Key:
ὀμμεμείχμενος
Data
{'headword_display': '<b>ὀμμεμείχμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὀμμεμείχμενος<LblR>Aeol.pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀναμείγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀμμεμείχμενος'}