Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμηρεύω
ὁμηρέω
Ὅμηρος
ὅμηρος
ὁμῑλαδόν
ὁμῑλέω
ὁμῑληδόν
ὁμῑλήματα
ὁμῑλητής
ὁμῑλητικός
ὁμῑλητός
ὁμῑλίᾱ
ὅμῑλος
ὀμίχλη
ὀμιχλώδης
ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὀμμεμείχμενος
ὀμμένω
ὀμμιμνᾱσκόμενος
View word page
ὁμῑλητός
ὁμῑλητόςή όνadj in neg.phr., of a woman's audacityable to be lived withA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμῑλητός
Headword (normalized):
ὁμῑλητός
Headword (normalized/stripped):
ομιλητος
IDX:
28242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28243
Key:
ὁμῑλητός

Data

{'headword_display': '<b>ὁμῑλητός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ὁμῑλητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>in neg.phr., of a woman's audacity</Indic><Tr>able to be lived with</Tr><Au>A.</Au></aS1> </AE>", 'key': 'ὁμῑλητός'}