Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμηρεύματα
ὁμηρεύω
ὁμηρέω
Ὅμηρος
ὅμηρος
ὁμῑλαδόν
ὁμῑλέω
ὁμῑληδόν
ὁμῑλήματα
ὁμῑλητής
ὁμῑλητικός
ὁμῑλητός
ὁμῑλίᾱ
ὅμῑλος
ὀμίχλη
ὀμιχλώδης
ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὀμμεμείχμενος
ὀμμένω
View word page
ὁμῑλητικός
ὁμῑλητικόςή όνadjof a mansociable, affableIsoc. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμῑλητικός
Headword (normalized):
ὁμῑλητικός
Headword (normalized/stripped):
ομιλητικος
IDX:
28241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28242
Key:
ὁμῑλητικός

Data

{'headword_display': '<b>ὁμῑλητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὁμῑλητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>sociable, affable</Tr><Au>Isoc. Arist.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'ὁμῑλητικός'}