Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὅμευνος
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθης
ὁμηλικίη
ὁμῆλιξ
ὅμημος
ὅμηρα
ὁμηρείᾱ
Ὁμήρειος
ὁμηρεύματα
ὁμηρεύω
ὁμηρέω
Ὅμηρος
ὅμηρος
ὁμῑλαδόν
ὁμῑλέω
ὁμῑληδόν
ὁμῑλήματα
ὁμῑλητής
View word page
Ὁμήρειος
Ὁμήρειοςadjsee underὍμηρος

ShortDef

Homeric

Debugging

Headword:
Ὁμήρειος
Headword (normalized):
ὁμήρειος
Headword (normalized/stripped):
ομηρειος
IDX:
28230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28231
Key:
Ὁμήρειος

Data

{'headword_display': '<b>Ὁμήρειος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Ὁμήρειος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see under<Ref>Ὅμηρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Ὁμήρειος'}