Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὀμείρομαι
ὀμείχω
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθης
ὁμηλικίη
ὁμῆλιξ
ὅμημος
ὅμηρα
ὁμηρείᾱ
Ὁμήρειος
ὁμηρεύματα
ὁμηρεύω
ὁμηρέω
Ὅμηρος
View word page
ὁμήθης
ὁμήθηςadjseeὁμοήθης

ShortDef

with the same habits or character

Debugging

Headword:
ὁμήθης
Headword (normalized):
ὁμήθης
Headword (normalized/stripped):
ομηθης
IDX:
28224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28225
Key:
ὁμήθης

Data

{'headword_display': '<b>ὁμήθης</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὁμήθης</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὁμοήθης</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὁμήθης'}