Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀμβρέω
ὀμβρηρός
ὄμβριος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὀμείρομαι
ὀμείχω
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθης
ὁμηλικίη
ὁμῆλιξ
ὅμημος
ὅμηρα
ὁμηρείᾱ
Ὁμήρειος
View word page
ὅμ-ευνος
ὅμευνοςουmasc.fem.adjεὐνή sharing the same bedfem.sb.bed-materef. to a wifeCall.

ShortDef

a partner of the bed, consort

Debugging

Headword:
ὅμευνος
Headword (normalized):
ὅμευνος
Headword (normalized/stripped):
ομευνος
IDX:
28220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28221
Key:
ὅμευνος

Data

{'headword_display': '<b>ὅμ-ευνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὅμ<hyph/>ευνος</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>εὐνή</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>sharing the same bed</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>bed-mate<Expl>ref. to a wife</Expl></Def><Au>Call.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ὅμευνος'}