Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηρός
ὄμβριος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὀμείρομαι
ὀμείχω
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθης
ὁμηλικίη
ὁμῆλιξ
ὅμημος
ὅμηρα
ὁμηρείᾱ
View word page
ὁμευνέτις
ὁμευνέτιςιδοςfacc.
ὁμευνέτιν
bed-materef. to a concubineS.

ShortDef

consort

Debugging

Headword:
ὁμευνέτις
Headword (normalized):
ὁμευνέτις
Headword (normalized/stripped):
ομευνετις
IDX:
28219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28220
Key:
ὁμευνέτις

Data

{'headword_display': '<b>ὁμευνέτις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁμευνέτις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>f</PS><FG><Case><Lbl>acc.</Lbl><Form>ὁμευνέτιν</Form></Case></FG></HG> <nS1><Tr>bed-mate<Expl>ref. to a concubine</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁμευνέτις'}