Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμαρτῇ
ὁμαυλίᾱ
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηρός
ὄμβριος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὀμείρομαι
ὀμείχω
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθης
ὁμηλικίη
ὁμῆλιξ
ὅμημος
View word page
ὀμείχω
ὀμείχωvbaor.
ὤμειξα
urinateHes.pissbloodHippon.

ShortDef

urinate

Debugging

Headword:
ὀμείχω
Headword (normalized):
ὀμείχω
Headword (normalized/stripped):
ομειχω
IDX:
28217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28218
Key:
ὀμείχω

Data

{'headword_display': '<b>ὀμείχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὀμείχω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>ὤμειξα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>urinate</Tr><Au>Hes.</Au><vS2><Tr>piss</Tr><Cmpl>blood<Au>Hippon.</Au></Cmpl> </vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ὀμείχω'}