Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαυλίᾱ
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηρός
ὄμβριος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὀμείρομαι
ὀμείχω
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθης
ὁμηλικίη
ὁμῆλιξ
View word page
ὀμείρομαι
ὀμείρομαιmid.vb desirecare forw.gen.someoneNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμείρομαι
Headword (normalized):
ὀμείρομαι
Headword (normalized/stripped):
ομειρομαι
IDX:
28216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28217
Key:
ὀμείρομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὀμείρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὀμείρομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>desire<or/>care for</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>someone<Au>NT.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὀμείρομαι'}