Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμαλῡ́νω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαυλίᾱ
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηρός
ὄμβριος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὀμείρομαι
ὀμείχω
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθης
ὁμηλικίη
View word page
ὀμβρο-φόρος
ὀμβροφόροςονadjφέρω of winds, clouds, thunderrain-bringingA. Ar.

ShortDef

rain-bringing

Debugging

Headword:
ὀμβροφόρος
Headword (normalized):
ὀμβροφόρος
Headword (normalized/stripped):
ομβροφορος
IDX:
28215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28216
Key:
ὀμβροφόρος

Data

{'headword_display': '<b>ὀμβρο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀμβρο<hyph/>φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of winds, clouds, thunder</Indic><Tr>rain-bringing</Tr><Au>A. Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀμβροφόρος'}