Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλῡ́νω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαυλίᾱ
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηρός
ὄμβριος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὀμείρομαι
ὀμείχω
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
View word page
ὀμβρο-κτύπος
ὀμβροκτύποςονadj of a squallof driving rainA.

ShortDef

sounding with rain

Debugging

Headword:
ὀμβροκτύπος
Headword (normalized):
ὀμβροκτύπος
Headword (normalized/stripped):
ομβροκτυπος
IDX:
28213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28214
Key:
ὀμβροκτύπος

Data

{'headword_display': '<b>ὀμβρο-κτύπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀμβρο<hyph/>κτύπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a squall</Indic><Tr>of driving rain</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀμβροκτύπος'}