Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁμαλίζω
ὁμᾶλιξ
ὁμαλός
ὁμαλότης
ὁμαλῡ́νω
ὁμαρτέω
ὁμαρτῇ
ὁμαυλίᾱ
ὅμαυλος
ὀμβρέω
ὀμβρηρός
ὄμβριος
ὀμβροκτύπος
ὄμβρος
ὀμβροφόρος
ὀμείρομαι
ὀμείχω
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμηγερής
View word page
ὀμβρηρός
ὀμβρηρόςᾱ́ όνadj of winterrainyHes.

ShortDef

rainy

Debugging

Headword:
ὀμβρηρός
Headword (normalized):
ὀμβρηρός
Headword (normalized/stripped):
ομβρηρος
IDX:
28211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28212
Key:
ὀμβρηρός

Data

{'headword_display': '<b>ὀμβρηρός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀμβρηρός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of winter</Indic><Tr>rainy</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀμβρηρός'}