Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
Ὀλυμπικός
Ὀλυμπιοδρόμος
Ὀλυμπιονῑ́κης
Ὀλυμπιονῑκίᾱ
Ὀλυμπιόνῑκος
Ὀλύμπιος
Ὄλυμπος
ὄλυνθος
Ὄλυνθος
ὄλῡραι
ὄλωλα
ὅλως
ὁμᾱγερής
ὁμαδέω
ὅμαδος
ὁμαίμιος
ὅμαιμος
ὁμαίμων
ὁμαιχμίᾱ
ὅμαιχμοι
ὁμαλής
View word page
ὄλωλα
ὄλωλα
pf.
see
ὄλλυμαι
, under
ὄλλῡμι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὄλωλα
Headword (normalized):
ὄλωλα
Headword (normalized/stripped):
ολωλα
IDX:
28190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28191
Key:
ὄλωλα
Data
{'headword_display': '<b>ὄλωλα</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὄλωλα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὄλλυμαι</Ref>, under<Ref>ὄλλῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὄλωλα'}