Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλοπόρφυρος
ὀλόπτω
ὅλος
ὁλοσίδηρος
ὁλοσχερής
ὁλόσχιστος
ὁλόσχοινος
ὁλότης
ὀλοφυγγών
ὀλοφυδνός
ὀλοφυρμός
ὀλοφῡ́ρομαι
ὀλόφυρσις
ὄλπᾱ
ὄλπις
Ὀλυμπίᾱ
Ὀλύμπια
Ὀλυμπιακός
Ὀλυμπιάς
View word page
ὀλοφυγγών
ὀλοφυγγώνόνοςfapp.reltd.φλύκταινα blisterpimpleon the tongueTheoc.

ShortDef

a pimple

Debugging

Headword:
ὀλοφυγγών
Headword (normalized):
ὀλοφυγγών
Headword (normalized/stripped):
ολοφυγγων
IDX:
28168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28169
Key:
ὀλοφυγγών

Data

{'headword_display': '<b>ὀλοφυγγών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀλοφυγγών</HL><Infl>όνος</Infl><PS>f</PS><Ety>app.reltd.<Ref>φλύκταινα</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>blister<or/>pimple<Expl>on the tongue</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀλοφυγγών'}