Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀλοοίτροχος
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλοπόρφυρος
ὀλόπτω
ὅλος
ὁλοσίδηρος
ὁλοσχερής
ὁλόσχιστος
ὁλόσχοινος
ὁλότης
ὀλοφυγγών
ὀλοφυδνός
ὀλοφυρμός
ὀλοφῡ́ρομαι
ὀλόφυρσις
ὄλπᾱ
ὄλπις
Ὀλυμπίᾱ
Ὀλύμπια
Ὀλυμπιακός
View word page
ὁλότης
ὁλότηςητοςf wholenessas a qualityArist.

ShortDef

wholeness, entireness

Debugging

Headword:
ὁλότης
Headword (normalized):
ὁλότης
Headword (normalized/stripped):
ολοτης
IDX:
28167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28168
Key:
ὁλότης

Data

{'headword_display': '<b>ὁλότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁλότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>wholeness<Expl>as a quality</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁλότης'}