Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀλολυγμός
ὀλολῡγών
ὀλολύζω
ὀλόμενος
ὀλόμην
ὅλον
ὄλονθος
ὀλοοίτροχος
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλοπόρφυρος
ὀλόπτω
ὅλος
ὁλοσίδηρος
ὁλοσχερής
ὁλόσχιστος
ὁλόσχοινος
ὁλότης
ὀλοφυγγών
ὀλοφυδνός
ὀλοφυρμός
View word page
ὁλο-πόρφυρος
ὁλοπόρφυροςονadjὅλοςπορφύρᾱ of a Persian royal garmententirely purpleX.

ShortDef

all-purple

Debugging

Headword:
ὁλοπόρφυρος
Headword (normalized):
ὁλοπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
ολοπορφυρος
IDX:
28160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28161
Key:
ὁλοπόρφυρος

Data

{'headword_display': '<b>ὁλο-πόρφυρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὁλο<hyph/>πόρφυρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὅλος</Ref><Ref>πορφύρᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a Persian royal garment</Indic><Tr>entirely purple</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὁλοπόρφυρος'}