Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁλόκληρος
ὀλολῡγή
ὀλολύγματα
ὀλολυγμός
ὀλολῡγών
ὀλολύζω
ὀλόμενος
ὀλόμην
ὅλον
ὄλονθος
ὀλοοίτροχος
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλοπόρφυρος
ὀλόπτω
ὅλος
ὁλοσίδηρος
ὁλοσχερής
ὁλόσχιστος
ὁλόσχοινος
ὁλότης
View word page
ὀλοοίτροχος
ὀλοοίτροχοςep.mseeὁλοίτροχος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀλοοίτροχος
Headword (normalized):
ὀλοοίτροχος
Headword (normalized/stripped):
ολοοιτροχος
IDX:
28157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28158
Key:
ὀλοοίτροχος

Data

{'headword_display': '<b>ὀλοοίτροχος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὀλοοίτροχος</HL><PS>ep.m</PS></HG><XR>see<Ref>ὁλοίτροχος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀλοοίτροχος'}