Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁλοκαυτέω
ὁλόκαυτος
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκληρίᾱ
ὁλόκληρος
ὀλολῡγή
ὀλολύγματα
ὀλολυγμός
ὀλολῡγών
ὀλολύζω
ὀλόμενος
ὀλόμην
ὅλον
ὄλονθος
ὀλοοίτροχος
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὁλοπόρφυρος
ὀλόπτω
ὅλος
ὁλοσίδηρος
View word page
ὀλόμενος
ὀλόμενοςaor.2 mid.ptcpl.adjsee underὄλλῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀλόμενος
Headword (normalized):
ὀλόμενος
Headword (normalized/stripped):
ολομενος
IDX:
28153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28154
Key:
ὀλόμενος

Data

{'headword_display': '<b>ὀλόμενος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὀλόμενος</HL><PS>aor.2 mid.ptcpl.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>ὄλλῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀλόμενος'}