Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὅλμος
ὀλόεις
ὀλοιός
ὁλοίτροχος
ὁλοκαυτέω
ὁλόκαυτος
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκληρίᾱ
ὁλόκληρος
ὀλολῡγή
ὀλολύγματα
ὀλολυγμός
ὀλολῡγών
ὀλολύζω
ὀλόμενος
ὀλόμην
ὅλον
ὄλονθος
ὀλοοίτροχος
ὀλοός
ὀλοόφρων
View word page
ὀλολύγματα
ὀλολύγματατωνn.pl cries, shoutsof girls performing ritual dancesE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀλολύγματα
Headword (normalized):
ὀλολύγματα
Headword (normalized/stripped):
ολολυγματα
IDX:
28149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28150
Key:
ὀλολύγματα

Data

{'headword_display': '<b>ὀλολύγματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀλολύγματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>cries, shouts<Expl>of girls performing ritual dances</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀλολύγματα'}