Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁλκίον
ὁλκός
ὄλλῡμι
ὁλμοποιός
ὅλμος
ὀλόεις
ὀλοιός
ὁλοίτροχος
ὁλοκαυτέω
ὁλόκαυτος
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκληρίᾱ
ὁλόκληρος
ὀλολῡγή
ὀλολύγματα
ὀλολυγμός
ὀλολῡγών
ὀλολύζω
ὀλόμενος
ὀλόμην
ὅλον
View word page
ὁλοκαύτωμα
ὁλοκαύτωμαατοςn whole burnt offeringNT.

ShortDef

a whole burnt-offering, holocaust

Debugging

Headword:
ὁλοκαύτωμα
Headword (normalized):
ὁλοκαύτωμα
Headword (normalized/stripped):
ολοκαυτωμα
IDX:
28145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28146
Key:
ὁλοκαύτωμα

Data

{'headword_display': '<b>ὁλοκαύτωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁλοκαύτωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>whole burnt offering</Tr><Au>NT.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'ὁλοκαύτωμα'}