Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγότης
ὀλιγοφιλίᾱ
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγοψῡχέω
ὀλιγωρέω
ὀλιγωρίᾱ
ὀλίγωρος
ὀλίζων
ὄλισβος
ὀλισθάνω
ὀλίσθημα
ὀλισθηρός
ὀλίσθησις
ὄλισθος
ὁλκαίη
ὁλκαῖον
ὁλκάς
ὁλκεῖον
ὁλκή
View word page
ὄλισβος
ὄλισβοςουm dildoAr.

ShortDef

dildo

Debugging

Headword:
ὄλισβος
Headword (normalized):
ὄλισβος
Headword (normalized/stripped):
ολισβος
IDX:
28124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28125
Key:
ὄλισβος

Data

{'headword_display': '<b>ὄλισβος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὄλισβος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>dildo</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὄλισβος'}