Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀλιγηπελίη
ὀλίγιστος
ὀλιγογονίᾱ
ὀλιγόγονος
ὀλιγοδρανέω
ὀλιγοδρανής
ὀλιγοδρανίᾱ
ὀλιγοετίᾱ
ὀλιγόπαις
ὀλιγόπιστος
ὀλιγοπονίᾱ
ὀλίγος
ὀλιγοσθενέω
ὀλιγοσῑτίᾱ
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγότης
ὀλιγοφιλίᾱ
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγοψῡχέω
ὀλιγωρέω
View word page
ὀλιγοπονίᾱ
ὀλιγοπονίᾱᾱςfπόνος lack of effortPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀλιγοπονίᾱ
Headword (normalized):
ὀλιγοπονίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ολιγοπονια
IDX:
28110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28111
Key:
ὀλιγοπονίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ὀλιγοπονίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀλιγοπονίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πόνος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lack of effort</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀλιγοπονίᾱ'}